κύλισις

κύλισις
(-εως) η , κύλισμα τό катание, скатывание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κύλισις" в других словарях:

  • κύλισις — rolling fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλίσει — κύλισις rolling fem nom/voc/acc dual (attic epic) κυλίσεϊ , κύλισις rolling fem dat sg (epic) κύλισις rolling fem dat sg (attic ionic) κυλί̱σει , κυλίνδω roll aor subj act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλίσεις — κύλισις rolling fem nom/voc pl (attic epic) κύλισις rolling fem nom/acc pl (attic) κυλί̱σεις , κυλίνδω roll aor subj act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλίσεσι — κύλισις rolling fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύλισιν — κύλισις rolling fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύλιση — Η κίνηση ενός σώματος σε επιφάνεια, η οποία χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι διάφορα σημεία του σώματος βρίσκονται διαδοχικά σε επαφή με την επιφάνεια κ. του σώματος. Στην περίπτωση μιας σφαίρας υπάρχει σε κάθε στιγμή μόνο ένα σημείο επαφής… …   Dictionary of Greek

  • Sport en Grèce antique — Le Diadumène de Polyclète : athlète ceignant sa tête du bandeau de la victoire, musée national archéologique d Athènes La pratique du sport est l une des caractéristiques de la civilisation grecque antique. Le premier livre des Macchabées… …   Wikipédia en Français

  • κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… …   Dictionary of Greek

  • κυλισιοτριβέας — ο (μηχανολ.) όργανο που παρεμβάλλεται μεταξύ εδράνου και άξονα ενός στρεφόμενου μηχανικού συστήματος κατά τρόπο ώστε στη σχετική τους κίνηση να υπάρχει τριβή κυλίσεως και όχι τριβή ολισθήσεως, κν. ρουλεμάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλισις + τριβή. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • σφαιροκύλισις — ίσεως, ἡ, Μ η κυκλική κίνηση τών σφαιρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + κύλισις (< κυλῶ)] …   Dictionary of Greek

  • ՀՈԼՈՎ — (ի, ից.) NBH 2 0115 Chronological Sequence: 6c, 8c, 10c, 11c, 13c, 14c գ. κύλισις volutatio συνέλιξις conversio. Ոլորմամբ գլորումն. թաւալումն. բոլորումն. յեղյեղումն. փոփոխութիւն. շրջան. պտոյտք. գլորիլը, կլորիլը. գլորտըկիլը, պտուտ. ... *Որպէս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»